αρχοντάνθρωπος

αρχοντάνθρωπος
ο
1) человек с внушительной внешностью, представительный, импозантный мужчина; 2) благородный, великодушный, щедрый человек, широкая натура

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αρχοντάνθρωπος" в других словарях:

  • αρχοντάνθρωπος — ο άνθρωπος με επιβλητική εμφάνιση και αρετές ευπατρίδη, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης: Ο πατέρας του ήταν πραγματικός αρχοντάνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχοντάνθρωπος — ο ο μεγαλοπρεπής, ο ευγενής και επιβλητικός …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • αρχοντοπιάνομαι — 1. προσπαθώ να φαίνομαι αρχοντάνθρωπος ή πλούσιος ενώ δεν είμαι 2. επιδιώκω σχέσεις με την ανώτερη τάξη 3. συμπεριφέρομαι αλαζονικά …   Dictionary of Greek

  • αρχοντογυναίκα — η γυναίκα με εμφάνιση και τρόπους αρχόντισσας (βλ. αρχοντάνθρωπος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»